- ξασχημίζω
- 1. μετ. делать менее безобразным;2. αμετ. становиться менее безобразным
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξασχημίζω — 1. κάνω κάτι όμορφο αφαιρώντας την ασχήμια 2. γίνομαι όμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + ασχημίζω] … Dictionary of Greek